Σατούρνος

Σατούρνος
ο, ΝΑ
μυθ. αρχαία λατινική θεότητα την οποία οι Ρωμαίοι ταύτισαν με τον ελληνικό Κρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Saturnus «Κρόνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σατούρνιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αντίστοιχο τού Κρόνου ρωμαϊκό θεό Σατούρνο, κρόνιος 2. φρ. «σατούρνιος στίχος» (μετρ.) στίχος τής λατινικής ποίησης, ιδίως τών Όσκων, τών Ομβρικών και τών Πελιγνών, που αποτελείται από δύο κώλα, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”